- κλινοστρωμνή
- ητα στρώματα, τα σεντόνια, τα μαξιλάρια και τα κλινοσκεπάσματα που απλώνονται πάνω στην κλίνη, όλα τα στρωσίδια τού κρεβατιού.[ΕΤΥΜΟΛ. < κλίνη + στρωμνή. Η λ. μαρτυρείται από το 1851 στα Διαιτητικά Παραγγέλματα τού Ιατροσυνεδρίου].
Dictionary of Greek. 2013.